- σφυρηλατήσιμος
- ος, ο[ν]1) ковкий; 2) перен. поддающийся формированию, выработке, воспитанию; 3) перен. поддающийся закалке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφυρηλατήσιμος — η, ο, Ν 1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί 2. μτφ. (για πρόσ.) δεκτικός διάπλασης, διαπαιδαγώγησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρηλάτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
ελατός — ή, ό (για μέταλλα) 1. που μπορεί να σφυρηλατηθεί, σφυρηλατήσιμος. 2. σφυρήλατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)